Της
Ελένης Κωνσταντίνου
Η βία κατά των γυναικών απαιτεί πράξεις, όχι λόγια
Το σίγουρο είναι ότι καμία αγάπη δεν οπλίζει το χέρι των δραστών, όσο κι αν αυτή η φράση χρησιμοποιείται ως εύκολος τίτλος ειδήσεων. Στην πραγματικότητα, η βία κατά των γυναικών δεν αποτελεί μια «στιγμή πάθους», μια «κακή στιγμή» ή ένα μεμονωμένο περιστατικό. Είναι βαθιά ριζωμένη σε κοινωνικές αντιλήψεις, έμφυλα στερεότυπα και μια μακροχρόνια κουλτούρα ανοχής, συγκάλυψης και σιωπής. Και αυτή η κουλτούρα δεν γεννιέται στο κενό· συντηρείται από όλους μας, άλλοτε συνειδητά και άλλοτε χωρίς να το αντιλαμβανόμαστε.
Η ευθύνη για την παραγωγή και αναπαραγωγή της έμφυλης βίας είναι συλλογική. Ξεκινά από τον τρόπο που καλύπτονται οι ειδήσεις, από την παρουσίαση των δραστών ως «ανθρώπων της διπλανής πόρτας» που «θόλωσαν», μέχρι την ενοχοποίηση των θυμάτων. Συνεχίζεται με τις ελλιπείς υπηρεσίες προστασίας, τις καθυστερήσεις της δικαιοσύνης, την ανεπαρκή εκπαίδευση των επαγγελματιών που έρχονται σε επαφή με θύματα, αλλά και με όσα συμβαίνουν μέσα στο ίδιο το οικογενειακό περιβάλλον, όπου συχνά επικρατεί η λογική του «μην κάνεις φασαρία» ή «τα ενδοοικογενειακά δεν αφορούν άλλους».
Και έπειτα έρχεται η «Παγκόσμια Ημέρα για την Εξάλειψη της Βίας κατά των Γυναικών», που κάθε χρόνο γεμίζει τα χρονολόγια με συνθήματα, δηλώσεις και υποσχέσεις. Όμως, η κοινωνία δεν αντέχει άλλα ωραία λόγια. Δεν χρειαζόμαστε άλλη μία συμβολική ημέρα που τελειώνει με το πέρας της, χρειαζόμαστε πράξεις που ξεκινούν την επομένη κιόλας. Γιατί οι γυναίκες που ζουν μέσα στο φόβο δεν περιμένουν ημερομηνίες στο ημερολόγιο, αλλά μηχανισμούς που λειτουργούν όταν τις χρειάζονται πραγματικά.
Τα στατιστικά στοιχεία σοκάρουν, αλλά ακόμη κι έτσι δεν αποτυπώνουν ολόκληρη την πραγματικότητα. Μία στις τρεις γυναίκες στην Ευρωπαϊκή Ένωση έχει υποστεί κάποια μορφή βίας: σωματική, ψυχολογική ή σεξουαλική. Κι όμως, οι αριθμοί από μόνοι τους δεν λένε την αλήθεια. Γιατί πίσω από κάθε αριθμό υπάρχει μια ζωή που στιγματίστηκε, μια οικογένεια που διαλύθηκε, μια γυναίκα που δεν θα επιστρέψει ποτέ. Ακόμη και μία γυναικοκτονία αρκεί για να αντιληφθούμε το μέγεθος του προβλήματος.
Το ζητούμενο, λοιπόν, δεν είναι απλώς να καταγράφουμε περιστατικά, αλλά να αλλάξουμε την ίδια τη δομή της κοινωνίας που επιτρέπει αυτά τα εγκλήματα να συμβαίνουν. Η Πολιτεία οφείλει να προχωρήσει σε ουσιαστικά μέτρα: ενίσχυση καταφυγίων, άμεση παρέμβαση αρχών, αυστηροποίηση ποινών, αλλά και εκπαίδευση από τα σχολικά χρόνια σχετικά με τη συναίνεση, το σεβασμό και την ισότητα. Παράλληλα, χρειάζεται μια κοινωνία που δεν θα μένει αμέτοχη, που θα στηρίζει τα θύματα και θα καταδικάζει ξεκάθαρα κάθε μορφή βίας.
Για να σταματήσουν οι γυναίκες στην Κύπρο παντού να ζουν με φόβο, πρέπει να αναλάβουμε όλοι δράση. Η σιωπή δεν σώζει ζωές, η αναγνώριση, η στήριξη και η αλλαγή τα σώζουν. Όσο η κοινωνία επιλέγει να αποστρέφει το βλέμμα, η βία θα συνεχίζει να βρίσκει χώρο. Και αυτό, πλέον, δεν είναι ανεκτό.
Η βία κατά των γυναικών απαιτεί πράξεις, όχι λόγια
Η Κυπριακή Συνομοσπονδία Οργανώσεων Αναπήρων (ΚΥΣΟΑ) καταγγέλλει ότι το ήμισυ των ατόμων με αναπηρία στην Κύπρο μένει εκτός προνοιακού συστήματος, λόγω των περιορισμών που υπάρχουν. Η ΚΥΣΟΑ χαρακτηρίζει αυτό το φαινόμενο ως «κυπριακή πατέντα αποκλεισμού». Η νέα νομοθεσία για τα δικαιώματα των ΑμεΑ προβλέπει τη δημιουργία δικτύου οκτώ υπηρεσιών ανεξάρτητης διαβίωσης και την αναμόρφωση των άμεσων παροχών. Ωστόσο, η ΚΥΣΟΑ θεωρεί ότι τα κονδύλια που έχουν εγκριθεί (45 εκατομμύρια ευρώ μέχρι το 2028) είναι ανεπαρκή, καθώς απαιτούνται 267 εκατομμύρια ευρώ για την πλήρη εφαρμογή των μέτρων. Η Συνομοσπονδία καλεί τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και τον Υπουργό Οικονομικών να αναθεωρήσουν τις προβλέψεις και να διασφαλίσουν την πρόσβαση όλων των ατόμων με αναπηρία σε υπηρεσίες υποστήριξης και προστασίας.